Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πικρίζω
πικρίς
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
Πιλᾶτος
πίλεος
πιλέω
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
View word page
πικρότης
pungency, bitterness

ShortDef

pungency, bitterness

Debugging

Headword:
πικρότης
Headword (normalized):
πικρότης
Headword (normalized/stripped):
πικροτης
IDX:
70022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70023
Key:

Data

{'content': 'pungency, bitterness'}