Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πικρίδιος
πικρίζω
πικρίς
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
Πιλᾶτος
πίλεος
πιλέω
πίλημα
πίλησις
View word page
πικρός
pointed, sharp, keen

ShortDef

pointed, sharp, keen

Debugging

Headword:
πικρός
Headword (normalized):
πικρός
Headword (normalized/stripped):
πικρος
IDX:
70021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70022
Key:

Data

{'content': 'pointed, sharp, keen'}