Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πικρίδιον
πικρίδιος
πικρίζω
πικρίς
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
Πιλᾶτος
πίλεος
πιλέω
πίλημα
View word page
πικροποιός
causing bitterness

ShortDef

causing bitterness

Debugging

Headword:
πικροποιός
Headword (normalized):
πικροποιός
Headword (normalized/stripped):
πικροποιος
IDX:
70020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70021
Key:

Data

{'content': 'causing bitterness'}