Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ἀνεγχώρητος
ἀνεδάφιστος
ἀνέδην
ἀνέδραστος
ἀνεέργω
ἀνέζω
ἀνεθέλητος
ἀνεθίζομαι
ἀνεθιστέον
ἀνέθιστος
ἀνείδεος
ἀνειδωλόπληκτος
ἀνειδωλοποιέω
View word page
ἀνέδην
let loose, freely, without restraint

ShortDef

let loose, freely, without restraint

Debugging

Headword:
ἀνέδην
Headword (normalized):
ἀνέδην
Headword (normalized/stripped):
ανεδην
IDX:
7001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7002
Key:

Data

{'content': 'let loose, freely, without restraint'}