Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πικραντικός
πικρασμός
πικρία
πικρίδιον
πικρίδιος
πικρίζω
πικρίς
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
Πιλᾶτος
View word page
πικρολογία
bitterness of language

ShortDef

bitterness of language

Debugging

Headword:
πικρολογία
Headword (normalized):
πικρολογία
Headword (normalized/stripped):
πικρολογια
IDX:
70017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70018
Key:

Data

{'content': 'bitterness of language'}