Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πικραίνω
πικραντικός
πικρασμός
πικρία
πικρίδιον
πικρίδιος
πικρίζω
πικρίς
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
View word page
πικρόκαρπος
bearing bitter fruit

ShortDef

bearing bitter fruit

Debugging

Headword:
πικρόκαρπος
Headword (normalized):
πικρόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
πικροκαρπος
IDX:
70016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70017
Key:

Data

{'content': 'bearing bitter fruit'}