Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πικράζω
πικραίνω
πικραντικός
πικρασμός
πικρία
πικρίδιον
πικρίδιος
πικρίζω
πικρίς
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
View word page
πικρόγλωσσος
of sharp
ShortDef
of sharp
Debugging
Headword:
πικρόγλωσσος
Headword (normalized):
πικρόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
πικρογλωσσος
IDX:
70015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70016
Key:
Data
{'content': 'of sharp'}