Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιθών
πίθων
πίκρα
πικράζω
πικραίνω
πικραντικός
πικρασμός
πικρία
πικρίδιον
πικρίδιος
πικρίζω
πικρίς
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
View word page
πικρίζω
to be or taste bitter

ShortDef

to be or taste bitter

Debugging

Headword:
πικρίζω
Headword (normalized):
πικρίζω
Headword (normalized/stripped):
πικριζω
IDX:
70012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70013
Key:

Data

{'content': 'to be or taste bitter'}