Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιθός
πιθώδης
πιθών
πίθων
πίκρα
πικράζω
πικραίνω
πικραντικός
πικρασμός
πικρία
πικρίδιον
πικρίδιος
πικρίζω
πικρίς
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
View word page
πικρίδιον
endive, Cichorium Endivia

ShortDef

endive, Cichorium Endivia

Debugging

Headword:
πικρίδιον
Headword (normalized):
πικρίδιον
Headword (normalized/stripped):
πικριδιον
IDX:
70010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70011
Key:

Data

{'content': 'endive, Cichorium Endivia'}