Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ἀνεγχώρητος
ἀνεδάφιστος
ἀνέδην
ἀνέδραστος
ἀνεέργω
ἀνέζω
ἀνεθέλητος
ἀνεθίζομαι
ἀνεθιστέον
ἀνέθιστος
ἀνείδεος
ἀνειδωλόπληκτος
View word page
ἀνεδάφιστος
not levelled

ShortDef

not levelled

Debugging

Headword:
ἀνεδάφιστος
Headword (normalized):
ἀνεδάφιστος
Headword (normalized/stripped):
ανεδαφιστος
IDX:
7000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7001
Key:

Data

{'content': 'not levelled'}