Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιθῖτις
πιθοειδής
πιθοίγια
πίθος
πιθός
πιθώδης
πιθών
πίθων
πίκρα
πικράζω
πικραίνω
πικραντικός
πικρασμός
πικρία
πικρίδιον
πικρίδιος
πικρίζω
πικρίς
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
View word page
πικραίνω
to make sharp
ShortDef
to make sharp
Debugging
Headword:
πικραίνω
Headword (normalized):
πικραίνω
Headword (normalized/stripped):
πικραινω
IDX:
70006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70007
Key:
Data
{'content': 'to make sharp'}