Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πίθηξ
πιθίας
πιθῖτις
πιθοειδής
πιθοίγια
πίθος
πιθός
πιθώδης
πιθών
πίθων
πίκρα
πικράζω
πικραίνω
πικραντικός
πικρασμός
πικρία
πικρίδιον
πικρίδιος
πικρίζω
πικρίς
πικρόγαμος
View word page
πίκρα
antidote

ShortDef

antidote

Debugging

Headword:
πίκρα
Headword (normalized):
πίκρα
Headword (normalized/stripped):
πικρα
IDX:
70004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70005
Key:

Data

{'content': 'antidote'}