Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀγραῖος
ἀγραῖος
Ἀγραΐς
ἀγραμματία
ἀγράμματος
ἄγραμμος
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἀγραυλής
ἀγραυλία
ἄγραυλος
ἀγραφίου
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
View word page
ἄγραυλος
dwelling in the field

ShortDef

dwelling in the field

Debugging

Headword:
ἄγραυλος
Headword (normalized):
ἄγραυλος
Headword (normalized/stripped):
αγραυλος
IDX:
699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-700
Key:

Data

{'content': 'dwelling in the field'}