Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἄβδης
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
Ἄβελος
ἀβελτερεύομαι
ἀβελτερία
ἀβελτεροκόκκυξ
ἀβέλτερος
Ἀβεσσαῖος
ἀβίαστος
ἀβίβλης
ἄβιος
ἄβιος2
ἀβίοτος
ἀβιωτοποιός
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
View word page
ἀβέλτερος
good for nothing, silly, stupid, fatuous

ShortDef

good for nothing, silly, stupid, fatuous

Debugging

Headword:
ἀβέλτερος
Headword (normalized):
ἀβέλτερος
Headword (normalized/stripped):
αβελτερος
IDX:
69
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70
Key:

Data

{'content': 'good for nothing, silly, stupid, fatuous'}