Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιθήκειος
πιθηκιδεύς
πιθηκίζω
πιθήκιον
πιθηκισμός
πιθηκοειδής
πιθηκόμορφος
πίθηκος
Πιθηκοῦσσαι
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθηξ
πιθίας
πιθῖτις
πιθοειδής
πιθοίγια
πίθος
πιθός
πιθώδης
πιθών
πίθων
View word page
πιθηκοφόρος
carrying apes

ShortDef

carrying apes

Debugging

Headword:
πιθηκοφόρος
Headword (normalized):
πιθηκοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πιθηκοφορος
IDX:
69993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69994
Key:

Data

{'content': 'carrying apes'}