Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιθέω
πιθήκειος
πιθηκιδεύς
πιθηκίζω
πιθήκιον
πιθηκισμός
πιθηκοειδής
πιθηκόμορφος
πίθηκος
Πιθηκοῦσσαι
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθηξ
πιθίας
πιθῖτις
πιθοειδής
πιθοίγια
πίθος
πιθός
πιθώδης
πιθών
View word page
πιθηκοφαγέω
to eat ape's flesh

ShortDef

to eat ape's flesh

Debugging

Headword:
πιθηκοφαγέω
Headword (normalized):
πιθηκοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
πιθηκοφαγεω
IDX:
69992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69993
Key:

Data

{'content': "to eat ape's flesh"}