Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιθανουργός
πιθανόω
πιθέω
πιθήκειος
πιθηκιδεύς
πιθηκίζω
πιθήκιον
πιθηκισμός
πιθηκοειδής
πιθηκόμορφος
πίθηκος
Πιθηκοῦσσαι
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθηξ
πιθίας
πιθῖτις
πιθοειδής
πιθοίγια
πίθος
πιθός
View word page
πίθηκος
an ape, monkey

ShortDef

an ape, monkey

Debugging

Headword:
πίθηκος
Headword (normalized):
πίθηκος
Headword (normalized/stripped):
πιθηκος
IDX:
69990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69991
Key:

Data

{'content': 'an ape, monkey'}