Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέγερσις
ἀνέγερτος
ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ἀνεγχώρητος
ἀνεδάφιστος
ἀνέδην
ἀνέδραστος
ἀνεέργω
ἀνέζω
ἀνεθέλητος
ἀνεθίζομαι
ἀνεθιστέον
ἀνέθιστος
View word page
ἀνεγκωμίαστος
not praised

ShortDef

not praised

Debugging

Headword:
ἀνεγκωμίαστος
Headword (normalized):
ἀνεγκωμίαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεγκωμιαστος
IDX:
6998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6999
Key:

Data

{'content': 'not praised'}