Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιθανοποιέω
πιθανός
πιθανότης
πιθανουργία
πιθανουργικός
πιθανουργός
πιθανόω
πιθέω
πιθήκειος
πιθηκιδεύς
πιθηκίζω
πιθήκιον
πιθηκισμός
πιθηκοειδής
πιθηκόμορφος
πίθηκος
Πιθηκοῦσσαι
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθηξ
πιθίας
View word page
πιθηκίζω
play the ape
ShortDef
play the ape
Debugging
Headword:
πιθηκίζω
Headword (normalized):
πιθηκίζω
Headword (normalized/stripped):
πιθηκιζω
IDX:
69985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69986
Key:
Data
{'content': 'play the ape'}