Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιθανολόγος
πιθανοποιέω
πιθανός
πιθανότης
πιθανουργία
πιθανουργικός
πιθανουργός
πιθανόω
πιθέω
πιθήκειος
πιθηκιδεύς
πιθηκίζω
πιθήκιον
πιθηκισμός
πιθηκοειδής
πιθηκόμορφος
πίθηκος
Πιθηκοῦσσαι
πιθηκοφαγέω
πιθηκοφόρος
πίθηξ
View word page
πιθηκιδεύς
young ape
ShortDef
young ape
Debugging
Headword:
πιθηκιδεύς
Headword (normalized):
πιθηκιδεύς
Headword (normalized/stripped):
πιθηκιδευς
IDX:
69984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69985
Key:
Data
{'content': 'young ape'}