Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιθανολογέω
πιθανολόγημα
πιθανολογία
πιθανολογική
πιθανολόγος
πιθανοποιέω
πιθανός
πιθανότης
πιθανουργία
πιθανουργικός
πιθανουργός
πιθανόω
πιθέω
πιθήκειος
πιθηκιδεύς
πιθηκίζω
πιθήκιον
πιθηκισμός
πιθηκοειδής
πιθηκόμορφος
πίθηκος
View word page
πιθανουργός
making probable

ShortDef

making probable

Debugging

Headword:
πιθανουργός
Headword (normalized):
πιθανουργός
Headword (normalized/stripped):
πιθανουργος
IDX:
69980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69981
Key:

Data

{'content': 'making probable'}