Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεγέρμων
ἀνέγερσις
ἀνέγερτος
ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ἀνεγχώρητος
ἀνεδάφιστος
ἀνέδην
ἀνέδραστος
ἀνεέργω
ἀνέζω
ἀνεθέλητος
ἀνεθίζομαι
ἀνεθιστέον
View word page
ἀνεγκόπτως
without hesitation

ShortDef

without hesitation

Debugging

Headword:
ἀνεγκόπτως
Headword (normalized):
ἀνεγκόπτως
Headword (normalized/stripped):
ανεγκοπτως
IDX:
6997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6998
Key:

Data

{'content': 'without hesitation'}