Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιεστέος
πιεστήρ
πιεστήριος
πιεστός
πιθάκνη
πιθανολογέω
πιθανολόγημα
πιθανολογία
πιθανολογική
πιθανολόγος
πιθανοποιέω
πιθανός
πιθανότης
πιθανουργία
πιθανουργικός
πιθανουργός
πιθανόω
πιθέω
πιθήκειος
πιθηκιδεύς
πιθηκίζω
View word page
πιθανοποιέω
sharpen the wits of one

ShortDef

sharpen the wits of one

Debugging

Headword:
πιθανοποιέω
Headword (normalized):
πιθανοποιέω
Headword (normalized/stripped):
πιθανοποιεω
IDX:
69975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69976
Key:

Data

{'content': 'sharpen the wits of one'}