Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνεγέρμων
ἀνέγερσις
ἀνέγερτος
ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ἀνεγχώρητος
ἀνεδάφιστος
ἀνέδην
ἀνέδραστος
ἀνεέργω
ἀνέζω
ἀνεθέλητος
View word page
ἀνέγκλητος
not accused, without reproach, void of offence
ShortDef
not accused, without reproach, void of offence
Debugging
Headword:
ἀνέγκλητος
Headword (normalized):
ἀνέγκλητος
Headword (normalized/stripped):
ανεγκλητος
IDX:
6995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6996
Key:
Data
{'content': 'not accused, without reproach, void of offence'}