Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πῖδαξ
πιδήεις
Πιδύτης
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πίελος
Πιερία
Πιερίδες
Πιερίη
Πιερίηθεν
Πιερικός
Πιέριον
πιέσιμος
πίεσις
πίεσμα
πιεσμός
πιεστέος
πιεστήρ
πιεστήριος
πιεστός
View word page
Πιερίηθεν
from Pieria

ShortDef

from Pieria

Debugging

Headword:
Πιερίηθεν
Headword (normalized):
πιερίηθεν
Headword (normalized/stripped):
πιεριηθεν
IDX:
69958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69959
Key:

Data

{'content': 'from Pieria'}