Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδήεις
Πιδύτης
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πίελος
Πιερία
Πιερίδες
Πιερίη
Πιερίηθεν
Πιερικός
View word page
πιδήεις
rich in springs
ShortDef
rich in springs
Debugging
Headword:
πιδήεις
Headword (normalized):
πιδήεις
Headword (normalized/stripped):
πιδηεις
IDX:
69949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69950
Key:
Data
{'content': 'rich in springs'}