Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πῖαρ
πιαρός
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδήεις
Πιδύτης
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πίελος
Πιερία
Πιερίδες
Πιερίη
View word page
πιδακώδης
full of springs
ShortDef
full of springs
Debugging
Headword:
πιδακώδης
Headword (normalized):
πιδακώδης
Headword (normalized/stripped):
πιδακωδης
IDX:
69947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69948
Key:
Data
{'content': 'full of springs'}