Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιαντηριος
πῖαρ
πιαρός
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδήεις
Πιδύτης
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πίελος
Πιερία
Πιερίδες
View word page
πιδακόεις
gushing

ShortDef

gushing

Debugging

Headword:
πιδακόεις
Headword (normalized):
πιδακόεις
Headword (normalized/stripped):
πιδακοεις
IDX:
69946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69947
Key:

Data

{'content': 'gushing'}