Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιαίνω
πιαντηριος
πῖαρ
πιαρός
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδήεις
Πιδύτης
πιδύω
πιέζω
πίειρα
Πίελος
Πιερία
View word page
πιδακῖτις
growing at
ShortDef
growing at
Debugging
Headword:
πιδακῖτις
Headword (normalized):
πιδακῖτις
Headword (normalized/stripped):
πιδακιτις
IDX:
69945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69946
Key:
Data
{'content': 'growing at'}