Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαντηριος
πῖαρ
πιαρός
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδήεις
Πιδύτης
πιδύω
πιέζω
πίειρα
View word page
πίγγαλος
lizard

ShortDef

lizard

Debugging

Headword:
πίγγαλος
Headword (normalized):
πίγγαλος
Headword (normalized/stripped):
πιγγαλος
IDX:
69943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69944
Key:

Data

{'content': 'lizard'}