Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηχυαῖος
πήχυιος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαντηριος
πῖαρ
πιαρός
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδήεις
Πιδύτης
πιδύω
View word page
πιασμός
fatness, fat

ShortDef

fatness, fat

Debugging

Headword:
πιασμός
Headword (normalized):
πιασμός
Headword (normalized/stripped):
πιασμος
IDX:
69941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69942
Key:

Data

{'content': 'fatness, fat'}