Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πήχισμα
πηχισμός
πηχυαῖος
πήχυιος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαντηριος
πῖαρ
πιαρός
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
πιδακόεις
πιδακώδης
πῖδαξ
πιδήεις
View word page
πίασμα
that which makes fat

ShortDef

that which makes fat
pulpy mass after pressing; juice

Debugging

Headword:
πίασμα
Headword (normalized):
πίασμα
Headword (normalized/stripped):
πιασμα
IDX:
69939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69940
Key:

Data

{'content': 'that which makes fat'}