Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πήρωσις
πηχίζω
πήχισμα
πηχισμός
πηχυαῖος
πήχυιος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαντηριος
πῖαρ
πιαρός
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
πιδακόεις
πιδακώδης
View word page
πῖαρ
fat

ShortDef

fat

Debugging

Headword:
πῖαρ
Headword (normalized):
πῖαρ
Headword (normalized/stripped):
πιαρ
IDX:
69937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69938
Key:

Data

{'content': 'fat'}