Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πήρωμα
πηρώνυμος
πήρωσις
πηχίζω
πήχισμα
πηχισμός
πηχυαῖος
πήχυιος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαντηριος
πῖαρ
πιαρός
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
πιβρᾶτος
πίγγαλος
πιγκέρνης
πιδακῖτις
View word page
πιαίνω
to make fat, fatten
ShortDef
to make fat, fatten
Debugging
Headword:
πιαίνω
Headword (normalized):
πιαίνω
Headword (normalized/stripped):
πιαινω
IDX:
69935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69936
Key:
Data
{'content': 'to make fat, fatten'}