Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηρόω
Πηρώ
πηρώδης
πήρωμα
πηρώνυμος
πήρωσις
πηχίζω
πήχισμα
πηχισμός
πηχυαῖος
πήχυιος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαντηριος
πῖαρ
πιαρός
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
πιβρᾶτος
View word page
πήχυιος
a cubit long
ShortDef
a cubit long
Debugging
Headword:
πήχυιος
Headword (normalized):
πήχυιος
Headword (normalized/stripped):
πηχυιος
IDX:
69932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69933
Key:
Data
{'content': 'a cubit long'}