Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πῆρος
πηρόω
Πηρώ
πηρώδης
πήρωμα
πηρώνυμος
πήρωσις
πηχίζω
πήχισμα
πηχισμός
πηχυαῖος
πήχυιος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαντηριος
πῖαρ
πιαρός
πίασμα
πίασμα2
πιασμός
View word page
πηχυαῖος
a cubit long

ShortDef

a cubit long

Debugging

Headword:
πηχυαῖος
Headword (normalized):
πηχυαῖος
Headword (normalized/stripped):
πηχυαιος
IDX:
69931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69932
Key:

Data

{'content': 'a cubit long'}