Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηρίν
πηρόδετος
πηρομελής
πηρός
πῆρος
πηρόω
Πηρώ
πηρώδης
πήρωμα
πηρώνυμος
πήρωσις
πηχίζω
πήχισμα
πηχισμός
πηχυαῖος
πήχυιος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
πιαντηριος
πῖαρ
View word page
πήρωσις
a being maimed, mutilation, imperfection

ShortDef

a being maimed, mutilation, imperfection

Debugging

Headword:
πήρωσις
Headword (normalized):
πήρωσις
Headword (normalized/stripped):
πηρωσις
IDX:
69927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69928
Key:

Data

{'content': 'a being maimed, mutilation, imperfection'}