Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πήρη
πηρίδιον
πηρίν
πηρόδετος
πηρομελής
πηρός
πῆρος
πηρόω
Πηρώ
πηρώδης
πήρωμα
πηρώνυμος
πήρωσις
πηχίζω
πήχισμα
πηχισμός
πηχυαῖος
πήχυιος
πηχύνω
πῆχυς
πιαίνω
View word page
πήρωμα
mutilated or imperfect animal
ShortDef
mutilated or imperfect animal
Debugging
Headword:
πήρωμα
Headword (normalized):
πήρωμα
Headword (normalized/stripped):
πηρωμα
IDX:
69925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69926
Key:
Data
{'content': 'mutilated or imperfect animal'}