Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πηρείη
πήρη
πηρίδιον
πηρίν
πηρόδετος
πηρομελής
πηρός
πῆρος
πηρόω
Πηρώ
πηρώδης
πήρωμα
πηρώνυμος
πήρωσις
πηχίζω
πήχισμα
πηχισμός
πηχυαῖος
πήχυιος
πηχύνω
πῆχυς
View word page
πηρώδης
maimed
ShortDef
maimed
Debugging
Headword:
πηρώδης
Headword (normalized):
πηρώδης
Headword (normalized/stripped):
πηρωδης
IDX:
69924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69925
Key:
Data
{'content': 'maimed'}