Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηοσύνη
πήρα
Πηρείη
πήρη
πηρίδιον
πηρίν
πηρόδετος
πηρομελής
πηρός
πῆρος
πηρόω
Πηρώ
πηρώδης
πήρωμα
πηρώνυμος
πήρωσις
πηχίζω
πήχισμα
πηχισμός
πηχυαῖος
πήχυιος
View word page
πηρόω
to lame, maim, mutilate

ShortDef

to lame, maim, mutilate

Debugging

Headword:
πηρόω
Headword (normalized):
πηρόω
Headword (normalized/stripped):
πηροω
IDX:
69922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69923
Key:

Data

{'content': 'to lame, maim, mutilate'}