Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πῆξις
πηός
πηοσύνη
πήρα
Πηρείη
πήρη
πηρίδιον
πηρίν
πηρόδετος
πηρομελής
πηρός
πῆρος
πηρόω
Πηρώ
πηρώδης
πήρωμα
πηρώνυμος
πήρωσις
πηχίζω
πήχισμα
πηχισμός
View word page
πηρός
disabled in a limb, maimed
ShortDef
disabled in a limb, maimed
Debugging
Headword:
πηρός
Headword (normalized):
πηρός
Headword (normalized/stripped):
πηρος
IDX:
69920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69921
Key:
Data
{'content': 'disabled in a limb, maimed'}