Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηξιθάλαττα
πῆξις
πηός
πηοσύνη
πήρα
Πηρείη
πήρη
πηρίδιον
πηρίν
πηρόδετος
πηρομελής
πηρός
πῆρος
πηρόω
Πηρώ
πηρώδης
πήρωμα
πηρώνυμος
πήρωσις
πηχίζω
πήχισμα
View word page
πηρομελής
disabled in the limbs, maimed

ShortDef

disabled in the limbs, maimed

Debugging

Headword:
πηρομελής
Headword (normalized):
πηρομελής
Headword (normalized/stripped):
πηρομελης
IDX:
69919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69920
Key:

Data

{'content': 'disabled in the limbs, maimed'}