Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πῆνος
πηξιθάλαττα
πῆξις
πηός
πηοσύνη
πήρα
Πηρείη
πήρη
πηρίδιον
πηρίν
πηρόδετος
πηρομελής
πηρός
πῆρος
πηρόω
Πηρώ
πηρώδης
πήρωμα
πηρώνυμος
πήρωσις
πηχίζω
View word page
πηρόδετος
binding a wallet

ShortDef

binding a wallet

Debugging

Headword:
πηρόδετος
Headword (normalized):
πηρόδετος
Headword (normalized/stripped):
πηροδετος
IDX:
69918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69919
Key:

Data

{'content': 'binding a wallet'}