Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηνῖτις
πηνοειδής
πῆνος
πηξιθάλαττα
πῆξις
πηός
πηοσύνη
πήρα
Πηρείη
πήρη
πηρίδιον
πηρίν
πηρόδετος
πηρομελής
πηρός
πῆρος
πηρόω
Πηρώ
πηρώδης
πήρωμα
πηρώνυμος
View word page
πηρίδιον
dim., pouch, wallet

ShortDef

dim., pouch, wallet

Debugging

Headword:
πηρίδιον
Headword (normalized):
πηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
πηριδιον
IDX:
69916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69917
Key:

Data

{'content': 'dim., pouch, wallet'}