Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πηνῖτις
πηνοειδής
πῆνος
πηξιθάλαττα
πῆξις
πηός
πηοσύνη
πήρα
Πηρείη
πήρη
πηρίδιον
πηρίν
πηρόδετος
πηρομελής
πηρός
πῆρος
πηρόω
Πηρώ
View word page
πήρα
a leathern pouch, a wallet, scrip

ShortDef

a leathern pouch, a wallet, scrip

Debugging

Headword:
πήρα
Headword (normalized):
πήρα
Headword (normalized/stripped):
πηρα
IDX:
69913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69914
Key:

Data

{'content': 'a leathern pouch, a wallet, scrip'}