Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηνηκίζω
πηνήκισμα
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πηνῖτις
πηνοειδής
πῆνος
πηξιθάλαττα
πῆξις
πηός
πηοσύνη
πήρα
Πηρείη
πήρη
πηρίδιον
πηρίν
πηρόδετος
πηρομελής
πηρός
View word page
πῆξις
a fixing, constructing

ShortDef

a fixing, constructing

Debugging

Headword:
πῆξις
Headword (normalized):
πῆξις
Headword (normalized/stripped):
πηξις
IDX:
69910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69911
Key:

Data

{'content': 'a fixing, constructing'}