Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδρῷος
ἀνέαστος
ἀνέβραχε
ἀνεγγάρευτος
ἀνέγγραφος
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνεγέρμων
ἀνέγερσις
ἀνέγερτος
ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ἀνεγχώρητος
ἀνεδάφιστος
View word page
ἀνεγκάλυπτος
uncovered
ShortDef
uncovered
Debugging
Headword:
ἀνεγκάλυπτος
Headword (normalized):
ἀνεγκάλυπτος
Headword (normalized/stripped):
ανεγκαλυπτος
IDX:
6990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6991
Key:
Data
{'content': 'uncovered'}