Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνήκη
πηνηκίζω
πηνήκισμα
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πηνῖτις
πηνοειδής
πῆνος
πηξιθάλαττα
πῆξις
πηός
πηοσύνη
πήρα
Πηρείη
πήρη
πηρίδιον
View word page
πηνῖτις
the weaver
ShortDef
the weaver
Debugging
Headword:
πηνῖτις
Headword (normalized):
πηνῖτις
Headword (normalized/stripped):
πηνιτις
IDX:
69906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69907
Key:
Data
{'content': 'the weaver'}