Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνήκη
πηνηκίζω
πηνήκισμα
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πηνῖτις
πηνοειδής
πῆνος
πηξιθάλαττα
πῆξις
πηός
View word page
πηνήκισμα
fraud

ShortDef

fraud

Debugging

Headword:
πηνήκισμα
Headword (normalized):
πηνήκισμα
Headword (normalized/stripped):
πηνηκισμα
IDX:
69901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69902
Key:

Data

{'content': 'fraud'}