Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνήκη
πηνηκίζω
πηνήκισμα
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πηνῖτις
πηνοειδής
πῆνος
πηξιθάλαττα
πῆξις
View word page
πηνηκίζω
cheat, gull
ShortDef
cheat, gull
Debugging
Headword:
πηνηκίζω
Headword (normalized):
πηνηκίζω
Headword (normalized/stripped):
πηνηκιζω
IDX:
69900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69901
Key:
Data
{'content': 'cheat, gull'}